πολεμῇ

πολεμῇ
πολεμέω
to be at war
pres subj mp 2nd sg
πολεμέω
to be at war
pres ind mp 2nd sg
πολεμέω
to be at war
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • DALMATIA — Illyrici pars, Liburn. contermina versus Occas. cuius incolae Dalmatae vocantur, Augusti olim auspiciis Romano imperio subiecti. Dionys. v. 26. Δεξιτερην` κατα χεῖρα φαείνεται Ι᾿λλυρὶς αἶα, Δαλματίη δ᾿ ἐφύπερθεν, ενυαλίων πέδον ἀνδρῶν. Populi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θυσείω — (Α) επιθυμώ να θυσιάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού θύω (I) < θ. θύσ (πρβλ. μέλλ. θύσ ω) + κατάλ. εφετικών ρ. είω (πρβλ. εργα σείω, πολεμη σείω)] …   Dictionary of Greek

  • οψείω — ὀψείω (Α) (ως εφετικό τού ορώ) επιθυμώ, θέλω να δω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀπ τού ὄπωπα* + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω, ναυμαχη σείω). Η άποψη ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από τη φρ. ὄψει ἰόντες δεν φαίνεται πιθανή] …   Dictionary of Greek

  • παρακινησείω — Μ επιθυμώ να παρακινήσω, να εξεγείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακινῶ + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. νανμαχη σείω, πολεμη σείω)] …   Dictionary of Greek

  • πελασείω — Α επιθυμώ να πλησιάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πελă τού πελάζω / πελάσ(σ)αι + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω)] …   Dictionary of Greek

  • πλεξείω — Α εφετ. τ. τού πλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλεκ τού πλέκω + εφετική κατάλ. σείω (πρβλ. πολεμη σείω)] …   Dictionary of Greek

  • πλοητόκος — ον, Α (επίθ. τού Ζεφύρου) αυτός που γεννά πλόες, που γεννά τη ναυτιλία, που δημιουργεί καιρό κατάλληλο για ταξίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλόος/πλοῦς + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πολεμη τόκος] …   Dictionary of Greek

  • ποιησείω — Α (εφετ. τ. τού ποιῶ) επιθυμώ, θέλω να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιῶ + εφετική κατάλ. σείω (πρβλ. πολεμη σείω)] …   Dictionary of Greek

  • προδωσείω — Μ (εφετ. τ. τού προδίδω) θέλω να προδώσω, να γίνω προδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προδωσ τού προδίδω μι + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω)] …   Dictionary of Greek

  • στρατευσείω — Α (εφετικός τ.) επιθυμώ την εκστρατεία, τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατεύω + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. ναυμαχη σείω, πολεμη σείω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”